- κοτέω
- κοτέω (Α) [κότος]1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ' ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ.β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.)2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων», Ησίοδ.).
Dictionary of Greek. 2013.